- χρώς
- 5559 χρώς{сущ., 1}поверхность тела, кожа; перен. тело.Ссылки: Деян. 19:12.*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
χρώς — skin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
χροί — χρώς skin masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χροός — χρώς skin masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωσί — χρώς skin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτί — χρώς skin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτῶν — χρώς skin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτός — χρώς skin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρῶτα — χρώς skin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρῶτας — χρώς skin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρῶτες — χρώς skin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)